φορητικός

φορητικός
-ή, -όν, Α [φορητός]
αυτός που προσδίδει κίνηση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καταφορητικός — ή, ό (Α καταφορητικός, ή, όν) νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καταφόρηση αρχ. αυτός που εξαντλεί, που καταστρέφει. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φορητικός (< φορητός < φορῶ), πρβλ. δια φορητικός, περι φορητικός] …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτροφορητικός — ή, ό αυτός που είναι σχετικός με την ηλεκτροφόρηση («ηλεκτροφορητικός διαχωρισμός»). [ΕΤΥΜΟΛ. αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. electrophoretique < electro (πρβλ. ηλεκτρο *) + phoretique (πρβλ. φορητικός < φορητής)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”